- ξεινοσύνη
- ξεινοσύνη: hospitality, Od. 21.35†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ξεινοσύνη — ξεινοσύνη, ἡ (Α) (επικ. τ.) βλ. ξενοσύνη … Dictionary of Greek
ξεινοσύνη — ξενοσύνη hospitality fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοσύνη — ξενοσύνη, ιων. και επικ. τ. ξεινοσύνη, ἡ (Α) [ξένος] η μεταξύ ξένων φιλία … Dictionary of Greek